- κυνοσπάς
- κῠνο-σπάς, άδος, ὁ, ἡ, = foreg., Nonn.D.46.341.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνοσπάς — κυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) κυνοσπάρακτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπάς (< σπάω / σπῶ), πρβλ. λυκο σπάς] … Dictionary of Greek
κυνοσπάδα — κυνοσπάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
οδυνοσπάς — ὀδυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν ο + σπας, άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο σπάς] … Dictionary of Greek